Κάλαντα Χριστουγέννων
Την παραμονή των Χριστουγέννων τα παλληκάρια του χωριού γυρνούσαν όλο το χωριό παρέες - παρέες , πήγαιναν σ` όλα τα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα μέχρι τα ξημερώματα .
Σε κάθε παρέα το γενικό πρόσταγμα είχε ο μαρμάρ`ς , ο πιο ευπαρουσίαστος , με την καλύτερη και δυνατότερη φωνή και ο πιο χωρατατζής ( ή τουλάχιστον έτσι έπρεπε να είναι ) . Στα χέρια του είχε την τσότρα με το κρασί , για να κερνάει τους νοικοκυραίους . Όλα τα παλληκάρια φορούσαν τραγιάσκες , φουλάρι στο λαιμό και λουλούδι στο πέτο .
Στο δρόμο , βγαίνοντας από το ένα σπίτι για να πάνε στο άλλο , τα παλληκάρια τραγουδούσαν :
Πα` βγενικό κι αν βγήκαμι
σ` αρχοντικό θα πάμι
θα πάμι στουν αφέντη μας
τουν πολυχρονεμένου
που `χει τα σπίτια τα ψηλά
με τα πολλά παρμάκια
για να τ` ανέβω δεν μπορώ
και πίνω τα φαρμάκια.
Στην αυλή του σπιτιού , περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα , τα παλληκάρια τραγουδούσαν :
Άνοιξι πόρτα μ` άνοιξι
πόρτα μου καναρένια
έχω δυο λόγια να σου ειπώ
κι εκείνα ζαχαρένια
Ποιος είσ` εσύ ν` ανοίξω εγώ
ν` ανοίξω να `μπεις μέσα
Εγώ είμαι που σου έστειλα
στου μαντιλάκ` διμένα
τα μήλα , τα δαμάσκηνα
τα τρουφαντά κιράσια
Επίσης λέγονταν και οι παρακάτω στίχοι :
Εμείς εδώ δεν ήρθαμι
να φάμι κι να πιούμι
μόνο σας αγαπούσαμι
κι ήρθαμι να σας δούμι
Αν υπήρχε ελεύθερη κοπέλα στο σπίτι , λέγονταν τα παρακάτω :
Έβγα ερωτευμένη μου
κι ήρθα στο μαχαλά σου
για να σε ιδω για να με ιδεις
να βάλεις τα καλά σου
Απόψε την κιθάρα μου
τη στόλισα κορδέλες
κι ήρθα να πω τα κάλαντα
στις όμορφες κοπέλες
Οι στίχοι αυτοί μπορεί να παραλλάσσονταν ελαφρά ,
ανάλογα με τα πρόσωπα , τη διάθεση της στιγμής , την όρεξη για πειράγματα .
Η βασική τους όμως μορφή ήταν αυτή .
Στην περιοχή μας , ανάμεσα στο Ορτάκιοι και στην Αδριανούπολη , η βασική μορφή στα λόγια , τόσο στα κάλαντα όσο και σ` αυτά που λέγονταν
πριν και μετά από τα κάλαντα , είναι ίδια .
Βέβαια υπήρχαν πάντα παραλλαγές από χωριό σε χωριό ,
τόσο στα λόγια , όσο και στο μουσικό ήχο .
- Να τα πούμι ;
- Να τα πείτι , να τα πείτι ...
Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο στα παλληκάρια
Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
Κοιλοπονούσε παρακαλούσε
τους αποστόλους τους αρχαγγέλους
κι οι αποστόλοι μαμές γυρεύουν
κι οι αρχαγγέλοι για μύρο τρέχουν
κι ως που να πάνε κι ως που να έρθουν
η Παναγιά μας ξελευτερώθη
Μέσα στις δάφνες μεσ` στα λουλούδια
κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι
Χριστός γεννιέται σαν ήλιος λάμπει
σαν ήλιος λάμπει σαν νιο φεγγάρι
Τα κάλαντα αυτά τραγουδιούνταν σ` όλη τη Θράκη , με ελαφρές παραλλαγές .
Στους στίχους τους αξίζει να προσέξουμε ότι η Παναγία παρουσιάζεται σαν
μια οποιαδήποτε θνητή γυναίκα που κοιλοπονάει για να γεννήσει το παιδί της
και στη συνέχεια σαν μια οποιαδήποτε λεχώνα που μόλις έχει γεννήσει .
Στη συνείδηση του λαού η Παναγία είναι πάντα η ιδανική τρυφερή μητέρα .
Μόλις τελείωναν τα κάλαντα , ο μαρμάρ`ς κερνούσε το νοικοκύρη και του έλεγε τα παρακάτω :
- Ήρθαμι στουν αφέντη μας τουν πουλιχρουνιμένου
μας έδουσι ένα φούρνου ψουμιά
κι άλλα τόσα φλουριά .
Όσα άστρα απ` τουν ουρανό κι φύλλα απ` τα δέντρα ,
τόσα καλά να τ` δώσ` Θεός .
Χέρ` να μην τουν πουνάει ,
πουδάρ` να μην τουν πουνάει ,
κιφάλ` να μην τουν πουνάει ,
καρδιά να μην τουν πουνάει .
Πέτι παλληκάρια μ` αμήν
- Αμήν !
Σ` αυτό το σπίτι που `ρθαμι
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει
Ακολουθούσαν τα κεράσματα και τα φιλέματα
Τα κάλαντα τα έλεγαν είτε στην είσοδο του σπιτιού , είτε μέσα στο σπίτι , όπως και τις ευχές που αναφέραμε παραπάνω .
Πάντα ένα από τα παλληκάρια συνόδευε με ντέφι που γύρω-γύρω είχε καστανιέτες ( ζίλια ) .
Φυσικά , υπήρχαν και ανάποδες καταστάσεις : κάποιες φορές τύχαινε κάποιος νοικοκύρης
που ήταν σπαγγοραμένος ή δεν άνοιγε την πόρτα . Τότε " εισέπραττε " τα ανάλογα :
Εσένα πρέπ` αφέντη μου
τουρμπάς μι δεκανίκι
να σι τραβάνε τα σκυλιά
κι πέντι -δέκα λύκοι
Την κόρη σου την όμορφη
βάλτηνα στου ζεμπίλι
κι κρέμασέ τηνα ψηλά
να μην την τρών` οι ψύλλοι
Αν ήταν γυναίκα η νοικοκυρά :
Μουρή αρκούδα μαλλιαρή
μι μαλλιαρά πουδάρια
αν σι βαστάει η ........ σου
έβγα στα παλληκάρια
Μουρή ψειριάρου , ψειριαρού
κι ψειρουκουνιδιάρα
που βάζεις πέντι δάχτυλα
κι βγάζις δέκα ψείρις
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα παλληκάρια κερνούσαν τον κόσμο στην εκκλησία
του χωριού και αργότερα , την ίδια μέρα , πήγαιναν στο φυλάκιο της γέφυρας
και κερνούσαν τους φαντάρους .
Σε κάθε παρέα το γενικό πρόσταγμα είχε ο μαρμάρ`ς , ο πιο ευπαρουσίαστος , με την καλύτερη και δυνατότερη φωνή και ο πιο χωρατατζής ( ή τουλάχιστον έτσι έπρεπε να είναι ) . Στα χέρια του είχε την τσότρα με το κρασί , για να κερνάει τους νοικοκυραίους . Όλα τα παλληκάρια φορούσαν τραγιάσκες , φουλάρι στο λαιμό και λουλούδι στο πέτο .
Στο δρόμο , βγαίνοντας από το ένα σπίτι για να πάνε στο άλλο , τα παλληκάρια τραγουδούσαν :
Πα` βγενικό κι αν βγήκαμι
σ` αρχοντικό θα πάμι
θα πάμι στουν αφέντη μας
τουν πολυχρονεμένου
που `χει τα σπίτια τα ψηλά
με τα πολλά παρμάκια
για να τ` ανέβω δεν μπορώ
και πίνω τα φαρμάκια.
Στην αυλή του σπιτιού , περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα , τα παλληκάρια τραγουδούσαν :
Άνοιξι πόρτα μ` άνοιξι
πόρτα μου καναρένια
έχω δυο λόγια να σου ειπώ
κι εκείνα ζαχαρένια
Ποιος είσ` εσύ ν` ανοίξω εγώ
ν` ανοίξω να `μπεις μέσα
Εγώ είμαι που σου έστειλα
στου μαντιλάκ` διμένα
τα μήλα , τα δαμάσκηνα
τα τρουφαντά κιράσια
Επίσης λέγονταν και οι παρακάτω στίχοι :
Εμείς εδώ δεν ήρθαμι
να φάμι κι να πιούμι
μόνο σας αγαπούσαμι
κι ήρθαμι να σας δούμι
Αν υπήρχε ελεύθερη κοπέλα στο σπίτι , λέγονταν τα παρακάτω :
Έβγα ερωτευμένη μου
κι ήρθα στο μαχαλά σου
για να σε ιδω για να με ιδεις
να βάλεις τα καλά σου
Απόψε την κιθάρα μου
τη στόλισα κορδέλες
κι ήρθα να πω τα κάλαντα
στις όμορφες κοπέλες
Οι στίχοι αυτοί μπορεί να παραλλάσσονταν ελαφρά ,
ανάλογα με τα πρόσωπα , τη διάθεση της στιγμής , την όρεξη για πειράγματα .
Η βασική τους όμως μορφή ήταν αυτή .
Στην περιοχή μας , ανάμεσα στο Ορτάκιοι και στην Αδριανούπολη , η βασική μορφή στα λόγια , τόσο στα κάλαντα όσο και σ` αυτά που λέγονταν
πριν και μετά από τα κάλαντα , είναι ίδια .
Βέβαια υπήρχαν πάντα παραλλαγές από χωριό σε χωριό ,
τόσο στα λόγια , όσο και στο μουσικό ήχο .
- Να τα πούμι ;
- Να τα πείτι , να τα πείτι ...
Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο στα παλληκάρια
Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
Κοιλοπονούσε παρακαλούσε
τους αποστόλους τους αρχαγγέλους
κι οι αποστόλοι μαμές γυρεύουν
κι οι αρχαγγέλοι για μύρο τρέχουν
κι ως που να πάνε κι ως που να έρθουν
η Παναγιά μας ξελευτερώθη
Μέσα στις δάφνες μεσ` στα λουλούδια
κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι
Χριστός γεννιέται σαν ήλιος λάμπει
σαν ήλιος λάμπει σαν νιο φεγγάρι
Τα κάλαντα αυτά τραγουδιούνταν σ` όλη τη Θράκη , με ελαφρές παραλλαγές .
Στους στίχους τους αξίζει να προσέξουμε ότι η Παναγία παρουσιάζεται σαν
μια οποιαδήποτε θνητή γυναίκα που κοιλοπονάει για να γεννήσει το παιδί της
και στη συνέχεια σαν μια οποιαδήποτε λεχώνα που μόλις έχει γεννήσει .
Στη συνείδηση του λαού η Παναγία είναι πάντα η ιδανική τρυφερή μητέρα .
Μόλις τελείωναν τα κάλαντα , ο μαρμάρ`ς κερνούσε το νοικοκύρη και του έλεγε τα παρακάτω :
- Ήρθαμι στουν αφέντη μας τουν πουλιχρουνιμένου
μας έδουσι ένα φούρνου ψουμιά
κι άλλα τόσα φλουριά .
Όσα άστρα απ` τουν ουρανό κι φύλλα απ` τα δέντρα ,
τόσα καλά να τ` δώσ` Θεός .
Χέρ` να μην τουν πουνάει ,
πουδάρ` να μην τουν πουνάει ,
κιφάλ` να μην τουν πουνάει ,
καρδιά να μην τουν πουνάει .
Πέτι παλληκάρια μ` αμήν
- Αμήν !
Σ` αυτό το σπίτι που `ρθαμι
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει
Ακολουθούσαν τα κεράσματα και τα φιλέματα
Τα κάλαντα τα έλεγαν είτε στην είσοδο του σπιτιού , είτε μέσα στο σπίτι , όπως και τις ευχές που αναφέραμε παραπάνω .
Πάντα ένα από τα παλληκάρια συνόδευε με ντέφι που γύρω-γύρω είχε καστανιέτες ( ζίλια ) .
Συνήθως , όταν ο νοικοκύρης έβαζε τα παλληκάρια μέσα στο σπίτι , αν
στο σπίτι υπήρχε ελεύθερη κοπέλα , λέγονταν άλλοι στίχοι αν ήταν ξανθιά και άλλοι αν ήταν μελαχρινή .Φυσικά , υπήρχαν και ανάποδες καταστάσεις : κάποιες φορές τύχαινε κάποιος νοικοκύρης
που ήταν σπαγγοραμένος ή δεν άνοιγε την πόρτα . Τότε " εισέπραττε " τα ανάλογα :
Εσένα πρέπ` αφέντη μου
τουρμπάς μι δεκανίκι
να σι τραβάνε τα σκυλιά
κι πέντι -δέκα λύκοι
Την κόρη σου την όμορφη
βάλτηνα στου ζεμπίλι
κι κρέμασέ τηνα ψηλά
να μην την τρών` οι ψύλλοι
Αν ήταν γυναίκα η νοικοκυρά :
Μουρή αρκούδα μαλλιαρή
μι μαλλιαρά πουδάρια
αν σι βαστάει η ........ σου
έβγα στα παλληκάρια
Μουρή ψειριάρου , ψειριαρού
κι ψειρουκουνιδιάρα
που βάζεις πέντι δάχτυλα
κι βγάζις δέκα ψείρις
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα παλληκάρια κερνούσαν τον κόσμο στην εκκλησία
του χωριού και αργότερα , την ίδια μέρα , πήγαιναν στο φυλάκιο της γέφυρας
και κερνούσαν τους φαντάρους .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου