Κάλαντα Χριστουγέννων 4
Μόλις τελείωναν τα κάλαντα , ο μαρμάρ`ς κερνούσε το νοικοκύρη και του έλεγε τα παρακάτω :
- Ήρθαμι στουν αφέντη μας τουν πουλιχρουνιμένου
μας έδουσι ένα φούρνου ψουμιά
κι άλλα τόσα φλουριά .
Όσα άστρα απ` τουν ουρανό κι φύλλα απ` τα δέντρα ,
τόσα καλά να τ` δώσ` Θεός .
Χέρ` να μην τουν πουνάει ,
πουδάρ` να μην τουν πουνάει ,
κιφάλ` να μην τουν πουνάει ,
καρδιά να μην τουν πουνάει .
Πέτι παλληκάρια μ` αμήν
- Αμήν !
Σ` αυτό το σπίτι που `ρθαμι
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει
Ακολουθούσαν τα κεράσματα και τα φιλέματα
Τα κάλαντα τα έλεγαν είτε στην είσοδο του σπιτιού , είτε μέσα στο σπίτι , όπως και τις ευχές που αναφέραμε παραπάνω .
Πάντα ένα από τα παλληκάρια συνόδευε με ντέφι που γύρω-γύρω είχε καστανιέτες ( ζίλια ) .
Φυσικά , υπήρχαν και ανάποδες καταστάσεις : κάποιες φορές τύχαινε κάποιος νοικοκύρης
που ήταν σπαγγοραμένος ή δεν άνοιγε την πόρτα . Τότε " εισέπραττε " τα ανάλογα :
Εσένα πρέπ` αφέντη μου
τουρμπάς μι δεκανίκι
να σι τραβάνε τα σκυλιά
κι πέντι -δέκα λύκοι
Την κόρη σου την όμορφη
βάλτηνα στου ζεμπίλι
κι κρέμασέ τηνα ψηλά
να μην την τρών` οι ψύλλοι
Αν ήταν γυναίκα η νοικοκυρά :
Μουρή αρκούδα μαλλιαρή
μι μαλλιαρά πουδάρια
αν σι βαστάει η ........ σου
έβγα στα παλληκάρια
Μουρή ψειριάρου , ψειριαρού
κι ψειρουκουνιδιάρα
που βάζεις πέντι δάχτυλα
κι βγάζις δέκα ψείρις
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα παλληκάρια κερνούσαν τον κόσμο στην εκκλησία
του χωριού και αργότερα , την ίδια μέρα , πήγαιναν στο φυλάκιο της γέφυρας
και κερνούσαν τους φαντάρους .
- Ήρθαμι στουν αφέντη μας τουν πουλιχρουνιμένου
μας έδουσι ένα φούρνου ψουμιά
κι άλλα τόσα φλουριά .
Όσα άστρα απ` τουν ουρανό κι φύλλα απ` τα δέντρα ,
τόσα καλά να τ` δώσ` Θεός .
Χέρ` να μην τουν πουνάει ,
πουδάρ` να μην τουν πουνάει ,
κιφάλ` να μην τουν πουνάει ,
καρδιά να μην τουν πουνάει .
Πέτι παλληκάρια μ` αμήν
- Αμήν !
Σ` αυτό το σπίτι που `ρθαμι
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει
Ακολουθούσαν τα κεράσματα και τα φιλέματα
Τα κάλαντα τα έλεγαν είτε στην είσοδο του σπιτιού , είτε μέσα στο σπίτι , όπως και τις ευχές που αναφέραμε παραπάνω .
Πάντα ένα από τα παλληκάρια συνόδευε με ντέφι που γύρω-γύρω είχε καστανιέτες ( ζίλια ) .
Συνήθως , όταν ο νοικοκύρης έβαζε τα παλληκάρια μέσα στο σπίτι , αν
στο σπίτι υπήρχε ελεύθερη κοπέλα , λέγονταν άλλοι στίχοι αν ήταν ξανθιά και άλλοι αν ήταν μελαχρινή .Φυσικά , υπήρχαν και ανάποδες καταστάσεις : κάποιες φορές τύχαινε κάποιος νοικοκύρης
που ήταν σπαγγοραμένος ή δεν άνοιγε την πόρτα . Τότε " εισέπραττε " τα ανάλογα :
Εσένα πρέπ` αφέντη μου
τουρμπάς μι δεκανίκι
να σι τραβάνε τα σκυλιά
κι πέντι -δέκα λύκοι
Την κόρη σου την όμορφη
βάλτηνα στου ζεμπίλι
κι κρέμασέ τηνα ψηλά
να μην την τρών` οι ψύλλοι
Αν ήταν γυναίκα η νοικοκυρά :
Μουρή αρκούδα μαλλιαρή
μι μαλλιαρά πουδάρια
αν σι βαστάει η ........ σου
έβγα στα παλληκάρια
Μουρή ψειριάρου , ψειριαρού
κι ψειρουκουνιδιάρα
που βάζεις πέντι δάχτυλα
κι βγάζις δέκα ψείρις
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα παλληκάρια κερνούσαν τον κόσμο στην εκκλησία
του χωριού και αργότερα , την ίδια μέρα , πήγαιναν στο φυλάκιο της γέφυρας
και κερνούσαν τους φαντάρους .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου